- εκδημοσιεύω
- ἐκδημοσιεύω (Α)καθιστώ κάτι πασίγνωστο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκδημοσιευθῆναι — ἐκδημοσιεύω to be made known aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδημοσιευθῇ — ἐκδημοσιεύω to be made known aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… … Dictionary of Greek